- αγρευτήρ
- ἀγρευτήρ, (-ῆρος), ο (Α) [ἀγρεύω]ο αγρευτής*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγρευτήρ — fishing masc nom sg ἀγρευτής hunter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτῆρα — ἀγρευτήρ fishing masc acc sg ἀγρευτής hunter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτῆρας — ἀγρευτήρ fishing masc acc pl ἀγρευτής hunter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτῆρες — ἀγρευτήρ fishing masc nom/voc pl ἀγρευτής hunter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτῆρι — ἀγρευτήρ fishing masc dat sg ἀγρευτής hunter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτῆρος — ἀγρευτήρ fishing masc gen sg ἀγρευτής hunter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτῆρσι — ἀγρευτήρ fishing masc dat pl ἀγρευτής hunter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτῆρσιν — ἀγρευτήρ fishing masc dat pl ἀγρευτής hunter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτήρων — ἀγρευτήρ fishing masc gen pl ἀγρευτής hunter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρεύω — (Α ἀγρεύω) νεοελλ. φρ. «αγρεύω την άγκυρα», τήν ανασύρω με τον γρίπο από τον βυθό τής θάλασσας, όπου έπεσε αφού αποσπάστηκε από την αλυσίδα τού πλοίου αρχ. 1. συλλαμβάνω σε κυνήγι ή ψάρεμα, πιάνω 2. επιζητώ, επιδιώκω 3. φρ. «ἀγρεύω τινὰ λόγῳ»,… … Dictionary of Greek